- λουταρίζημα
- λουταρίζημα· ὅ τινες, ὄλισθον, Hsch. [full] λουτέον,A one must wash,
τὰ βρέφη Sor.1.78
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ βρέφη Sor.1.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λουταρίζημα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅ τινες, ὄλισθον» … Dictionary of Greek